- ζυγοδεσμον
- ζυγόδεσμονζῠγό-δεσμοντό1) яремный ремень (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.2) pl. узы
(δίκης Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δίκης Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζυγόδεσμον — yoke band neut nom/voc/acc sg ζυγόδεσμος yoke band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγόδεσμα — ζυγόδεσμον yoke band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ζυγοδέσμιον — ζυγοδέσμιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ζυγόδεσμον* … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek